οσοκόμα̍, Äρίο̍, ´ιπλό̍, žεκολιάρα̍, •υρωπαίος̯±̍, •υρωπαϊκό̍, ”ιείσδυση̍ (Penetrating)

Ãχετικές̠äαινίες̍